υπέρταση αρτηριακή

υπέρταση αρτηριακή
(Ιατρ.). Μόνιμη αύξηση της αρτηριακής πίεσης πάνω από τη μέση φυσιολογική τιμή. Στον καθορισμό της υπέρτασης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο η τιμή της μέγιστης όσο και της ελάχιστης πίεσης. Kλινικά θεωρείται υπερτασικό το άτομο που έχει πάνω από 150 mmHg μέγιστη πίεση και πάνω από 90 mm ελάχιστη. Η αρτηριακή υπέρταση είναι σύμπτωμα κοινό σε πολυάριθμες παθολογικές καταστάσεις· όταν δεν κατορθώνεται να βρεθεί η πάθηση που την προκαλεί, γίνεται λόγος για ιδιοπαθή υπέρταση και μόνο τότε ο όρος υ.α. σημαίνει νόσο. Αύξηση των τιμών της πίεσης του αίματος παρατηρείται σε πολλές παθήσεις των νεφρών, ιδιαίτερα όταν είναι αμ-φοτερόπλευρες (νεφρίτιδες, νεφροσκλήρυνση κ.ά.), και σε μερικές ενδοκρινοπάθειες (υπερλειτουργία των επινεφριδίων, φαιοχρωμοκύττωμα), εγκεφαλοπάθειες, καρδιαγγειακές παθήσεις (ανεπάρκεια της αορτής, αρτηριοφλεβικά ανευρύσματα, αρτηριοσκλήρυνση, οζώδης περιαρτηρίτιδα κ.ά.) και νοσήματα του αίματος (νόσος του Βακέζ). Στις παθήσεις αυτές η υπέρταση μπορεί να προκαλείται από την αύξηση της καρδιακής δραστηριότητας (υπερθυρεοειδισμός, εγκεφαλοπάθειες, ανεπάρκεια της αορτής), από την αύξηση των περιφερεικών αντιστάσεων εξαιτίας της σμίκρυνσης της διαμέτρου των αρτηρίδιων (νεφροπάθειες) ή από την απώλεια της ελαστικότητας των αγγείων (αρτηριοσκλήρυνση)· άλλα αίτια υπέρτασης μπορεί να είναι η αύξηση του όγκου ή του ιξώδους του αίματος. Της ιδιοπαθούς υπέρτασης, που είναι και η συχνότερη μορφή, δεν είναι γνωστά τα αίτια· σχετικά αποδίδεται σήμερα μεγάλη σημασία σε νευροενδοκρινικές επιδράσεις πάνω στο μεταβολισμό του νερού και των αλάτων. Από συμπτωματολογική άποψη, η ιδιοπαθής υπέρταση είναι συχνά ασυμπτωματική ή παραμένει ασυμπτωματική μέχρι τη στιγμή που εμφανίζονται συμπτώματα που οφείλονται σε αλλοιώσεις διάφορων οργάνων και συστημάτων· άλλες φορές ο πάσχων αισθάνεται ενοχλήματα που οφείλονται σε υπερτασικές κρίσεις (ίλιγγος, πονοκέφαλος, καρδιόπαλμος κ.ά.). Στην υπέρταση αυξάνεται η λειτουργία της καρδιάς, η οποία μπορεί να γίνει υπερτροφική και ανεπαρκής· μεγάλο μέρος των συμπτωμάτων οφείλεται σε αλλοιώσεις των αρτηρίδιων, που χαρακτηρίζουν την ανατομοπαθολογική εικόνα της νόσου: εγκεφαλικά φαινόμενα από διάχυτες ή περιγεγραμμένες αλλοιώσεις (αιμορραγίες και θρομβώσεις στον εγκέφαλο), σκληρυντικές νεφροπάθειες με νεφρική ανεπάρκεια κ.ά. Όταν η υπέρταση εμφανίζεται σε νεανική ηλικία με γρήγορη εξέλιξη προς τις βαρύτερες επιπλοκές, γίνεται λόγος για κακοήθη υπέρταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπέρταση — η / ὑπέρτασις, άσεως, ΝΜΑ υπέρμετρη ένταση, υπερβολικό τέντωμα νεοελλ. 1. ιατρ. πίεση ανώτερη τής φυσιολογικής, η οποία ασκείται από το αίμα στα τοιχώματα τών αγγείων μέσα στα οποία κυκλοφορεί 2. (ηλεκτρολ.) διαφορά δυναμικού που υπερβαίνει την… …   Dictionary of Greek

  • υπέρταση — η 1. η υπερβολική ένταση: Υπέρταση προσπαθειών. 2. αρτηριακή πίεση ανώτερη της φυσιολογικής, υπερπίεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • υπερτασικός — ή, ό, Ν [υπέρταση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπέρταση 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από αρτηριακή υπέρταση …   Dictionary of Greek

  • εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… …   Dictionary of Greek

  • αεροπόρος — Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των… …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

  • αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… …   Dictionary of Greek

  • μυοκάρδιο — (Ανατ.). Ο μυικός ιστός της καρδιάς· η μικροσκοπική δομή του μοιάζει με των γραμμωτών μυών, αλλά τον κάνουν να διαφέρει από αυτούς οι αναστομώσεις που υπάρχουν μεταξύ των μυικών ινών, η κεντρική θέση των πυρήνων, η παρουσία χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”